Παρασκευή, Απριλίου 25

Τοπικές κοινωνίες και συμμετοχή






Του Γιώργου Ν. Οικονόμου

Το μέγιστο πρόβλημα στις σημερινές κοινωνίες είναι η απουσία των ανθρώπων από την πολιτική σκηνή, όχι μόνο από τα κέντρα των αποφάσεων και τη θέσπιση των νόμων, αλλά και από διεκδικητικούς αγώνες για προάσπιση βασικών δικαιωμάτων που καθιστούν τη ζωή αξιοπρεπή και ασφαλή. Η κυρίαρχη ιδεολογία της αντιπροσώπευσης και των κομμάτων έχει διαποτίσει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να αναθέτουν τα ουσιαστικά ζητήματα της ζωής τους σε άλλους, τους υποτιθέμενους «ειδικούς» της πολιτικής, βουλευτές, περιφερειάρχες και δημάρχους. Ομως η ιδεολογία αυτή έχει κλονιστεί μετά την παταγώδη αποτυχία των επί δεκαετίες κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών ελίτ να λύσουν τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.
Με τη μεγάλη ανικανότητα και απληστία τους οι ελίτ οδήγησαν τις κοινωνίες σε πρωτοφανή κρίση, όχι μόνον οικονομική, αλλά και πολιτική, πολιτιστική, ανθρωπιστική.

Ειδικώς εν Ελλάδι το κυρίαρχο οικονομικό, μιντιακό και πολιτικό μπλοκ εξουσίας οδήγησε στην πολύπλευρη χρεοκοπία και παρακμή. Ενας βασικός λόγος γι‘ αυτό είναι η παντελής έλλειψη συμμετοχής των ανθρώπων και η πλήρης απουσία ελέγχου της εξουσίας, από τη δικαστική εξουσία αφ’ ενός και από την ίδια την κοινωνία αφ’ετέρου. Το διεφθαρμένο και ανίκανο ολιγαρχικό σύστημα έχει καταφέρει να εξασφαλίσει την ασυλία και την αυτοδιαιώνισή του, χωρίς καμία ουσιαστική κάθαρση και τιμωρία για τα μεγάλα σκάνδαλα, την τεράστια διαφθορά και τη χρεοκοπία. Τίθεται λοιπόν εκ των πραγμάτων ένα βασικό ζήτημα πολιτικού προσανατολισμού: για την έξοδο από την παρακμή απαιτείται η συμμετοχή των ανθρώπων στις αποφάσεις, στη θέσπιση των νόμων, στη διαμόρφωση του δικαίου και στον έλεγχο της εξουσίας.

Η συμμετοχή αυτή μπορεί να ξεκινήσει στις τοπικές κοινωνίες, όπου είναι πιο εύκολη, αφού τα προβλήματα είναι πιο «απλά» και δεν διακυβεύονται μεγάλα μεγέθη. Επίσης η γνώση των τοπικών ζητημάτων είναι πιο άμεση και εφικτή, οπότε η διαχείρισή τους είναι προσβάσιμη στις δυνατότητες όλων. Ταυτοχρόνως η συμμετοχή στις τοπικές κοινωνίες δημιουργεί το έναυσμα, την πείρα και τις ικανότητες για περαιτέρω ενασχόληση στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αυτό γινόταν στους δήμους της δημοκρατικής Αθήνας τους 5ο και 4ο π.Χ. αιώνες. Οι νέοι συμμετείχαν στις κοινές υποθέσεις των τοπικών δήμων, στις αποφάσεις, στους νόμους και στην εξουσία μέσω των δημοκρατικών θεσμών, μέσω της άμεσης συμμετοχής στις συνελεύσεις και της κληρώσεως. Με εφόδιο την πείρα από τη συμμετοχή τους αυτή εισέρχονταν προετοιμασμένοι στους κεντρικούς θεσμούς της πόλεως. Αποκτούσαν δηλαδή την προπαιδεία στους τοπικούς θεσμούς και την παιδεία στους κεντρικούς.

Η άμεση συμμετοχή εξασφαλίζει αφ’ ενός την πολιτική παιδεία των πολιτών και αφ’ ετέρου αποτελεί τη βάση της (άμεσης) δημοκρατίας.
Για να γίνει όμως δυνατή η συμμετοχή πρέπει τα ίδια τα άτομα να δώσουν στον εαυτό τους την ευκαιρία να συμμετάσχουν στην εξουσία, πρέπει τα ίδια να ενδιαφερθούν, να υπερβούν την ιδεολογία της αντιπροσώπευσης και του κομματισμού, της γραφειοκρατίας και της παθητικότητας, να σταματήσουν να είναι ψηφοφόροι και καταναλωτές κομματικών υποπροϊόντων. Το μέγιστο πολιτικό ζήτημα είναι το πώς θα πεισθούν τα άτομα να λάβουν για τον σκοπό αυτό πρωτοβουλίες, οι οποίες να έχουν βάση την αυτοσυγκρότηση και τον αυτοπροσδιορισμό. Κάθε προσπάθεια πρέπει να συντείνει προς αυτόν τον σκοπό. Κατ’ επέκταση, οι πολιτικές ομάδες, οργανώσεις και κινήσεις που δεν έχουν ως πλαίσιο και δραστηριότητα αυτή την προοπτική είναι «προγραμματισμένες» να ενσωματωθούν στο κυρίαρχο γραφειοκρατικό ολιγαρχικό σύστημα, για να εξασφαλίσουν τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα και όχι το κοινό συμφέρον – πράγμα που έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Πράγματι, οι τοπικοί άρχοντες έχουν μόνη μέριμνα την επόμενη επανεκλογή τους, γι’ αυτό βυθίζονται στη διαφθορά και στις πελατειακές σχέσεις, με αποτέλεσμα όλοι σχεδόν οι δήμοι να είναι καταχρεωμένοι (το χρέος τους ήταν 2 δισ. ευρώ το 2012).

Από την άλλη, εκεί όπου κάποιες τοπικές κοινωνίες αντιστέκονται στο κυρίαρχο ρεύμα, προσπαθώντας να χαράξουν έναν άλλον δρόμο, ιδίως μετά τη λαίλαπα του «Καλλικράτη», οι κομματικές, οι μιντιακές και οι κρατικές συντεχνίες ασκούν συκοφαντική πολεμική. Τέτοια παραδείγματα υπήρξαν στην Κερατέα, στις Σκουριές και στο Βελβεντό Κοζάνης. Οι κάτοικοι του Βελβεντού από το 2010 έχουν αρνηθεί, μέσα από λαϊκές συνελεύσεις και δημοψηφίσματα, να ενταχθούν στον «Καλλικράτη». Το ίδιο έκαναν και τον περασμένο Μάρτιο που αποφάσισαν πάλι με μεγάλη πλειοψηφία (73,4%) να μη συμμετάσχουν στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του Μαΐου 2014. Εν τούτοις κάποιοι δημοσιογράφοι, αντιπεριφερειάρχες και δήμαρχοι, που έχουν ωφεληθεί από τους κομματικούς μηχανισμούς, προσπαθούν να διασπάσουν την ενότητα των κατοίκων και να κάμψουν τον αγώνα τους. Στην περίπτωση αυτή είναι εμφανής η κομματοκρατική λογική που απεχθάνεται τη βούληση των ανθρώπων και πολεμάει με όλα τα μέσα τη μόνη δημοκρατική οδό: τις λαϊκές συνελεύσεις και τα δημοψηφίσματα. Είναι εμφανής η ολιγαρχική αντίληψη που διέπει τα κόμματα προς εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και όχι της κοινότητας. Γι’ αυτό φοβούνται τη συμμετοχή των ανθρώπων και τον έλεγχό τους.

Ομως οι μάχες κερδίζονται με ενότητα, υπομονή και επιμονή.