Κυριακή, Νοεμβρίου 9

ΕΝΦΙΑ: Το μικρό σπίτι στο σημάδι


<<Υπάρχει μεγάλος πλούτος στα ακίνητα>>, μας είπαν σε μιαν ΔΕΘ. Δεν νιώσαμε την απειλή. Οι 
περισσότεροι, μεγάλο πλούτο δεν είχαμε. Διαμερίσματα υποθηκευμένα σε κόκκινα δάνεια , 
μισοτελειωμένα σπίτια που σωριάζουν πρόστιμα και, πιο συχνά, ότι μάζεψαν οι πατεράδες μας και 
οι μανάδες μας στα χρόνια του σκληρού ξεριζωμού, της μετανάστευσης και της αστικοποίησης, 
στις μυλόπετρες της <<οικονομικής απογείωσης>> ,θεωρώντας ότι έτσι θα ζήσουν τα παιδιά τους 
καλύτερα. Το << κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους>> θα ήταν η ασφάλεια για την ανεργία, η 
προίκα του κοριτσιού, το γεροκόμι των πρεσβύτερων, η υποθήκη για να ανοίξουν τη <<δική τους 
δουλειά>>. Ήταν τα αυθαίρετα στην περιφέρεια των πόλεων, που νύχτα μεγάλωναν, καμαράκι-
καμαράκι, μέχρι να μοιάζουν λίγο σ΄αυτό που είχαν αφήσει πίσω τους και λίγο σ΄ότι έταζε την 
πολυπόθητη <<μικροαστική ενσωμάτωση>>. Ήταν τα μικρά διαμερίσματα της αντιπαροχής, που 
τ΄αγοράζανε <<από τα μπετά>> με γραμμάτια, ελπίζοντας στο πρόσθετο νοίκι για το παιδί που 
σπουδάζει ή για την κακιά ώρα. Ήταν τα μαγαζάκια που ρημάζουν σήμερα, με στοίβα τους 
λογαριασμούς κάτω απο την πόρτα. Και τα πατρογονικά στην επαρχία, σε δέκα μερτικά, όπου 
ζήσαμε και μεγαλώσαμε μαθαίνοντας από τόν παππού , παλιούς τρόπους να ζείς και να παλεύεις με 
το χώμα, αλλιώτικα δέντρα και ζώα και νερά, ντοπιολαλιές και παραμύθια.
 Δυο χρόνια από εκείνη τη ΔΕΘ,το νοίκι είχε εξανεμιστεί από το χαράτσι, πληρώναμε κι από 
πάνω για το σπίτι μας. Πληρώσαμε και τέλη τριών χρόνων που τα΄ χαν κάπου ξεχασμένα και 
φόρους καινούργιους και εισφορές για το” πρωτογενές πλεόνασμα”. Οι πιο καλότυχοι κάναμε 
διακανονισμούς, πήραμε δανεικά από φίλους και δικούς κι απο καμένες κάρτες, με την πικρή 
διαπίστωση ότι το μηνιάτικο δε φτάνει πια για τις δόσεις. Οι πιο κακότυχοι σφίγγουν τα δόντια και 
δεν μιλάνε. Περιμένουν τις κατασχέσεις δίνοντας την, απο πρίν, χαμένη μάχη για το ψωμί, το νερό, 
τα φάρμακα της κάθε μέρας, που δεν έχει αύριο.
 Με τα τελευταία εκκαθαριστικά, περάσαμε στις τάξεις των φοροφυγάδων, χωρίς ελπίδα να 
ξεχρεώσουμε και ότι νομίζαμε δικό μας έγινε εφιάλτης. <<Πεταμένα λεφτά>> μας είπαν. Να 
πουλήσουμε όσο-όσο!.
 Δεν ήταν κακό αστείο ούτε και λάθος κάποιου ατζαμή στο Υπουργείο. Στα συναξάρια του 
νεοφιλελευθερισμού, η υπερφορολόγιση είναι εργαλείο για την απορρύθμιση της αγοράς ακινήτων, 
τη <<δημιουργική καταστροφή>> που θ΄αναδείξει τα νέα μονοπώλια της γής στους κόλπους της 
<<υγιούς επιχειρηματικότητας>>. Για να περάσει φτηνά στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών η μικρή 
ιδιοκτησία, να μη στρεβλώνει την αγορά με χαμηλές αποδόσεις και κανόνες προστασίας. Για να 
ξαναμοιραστεί η τράπουλα ανάμεσα στους <<παίκτες>> που θα παζαρέψουν για ψίχουλα τη 
δημόσια γή και θ΄αυγατίσουν δίχως κόστος τη δική τους ιδιοκτησία, τη μεγάλη.
 Το θέμα είναι να την κάνουν <<παραγωγική>>, σχεδιάζοντας από την αρχή, για το δικό τους 
κέρδος, τους τόπους και τους τρόπους που θα ζούμε.
 Αυτό είναι, στα συναξάρια, το πιό μεγάλο θέμα. Η αύξηση της παραγωγικότητας. Κι αυτό το 
νόημα έχει η επίθεση στην ιδιοκατοίκηση. Να ενισχύσει την <<κινητικότητα της απασχόλησης>>, 
να φτιάξει ανθρώπους ανέστιους, χωρίς αποθέματα, που τρέχουν όπου ο επενδυτής τους κρίνει 
χρήσιμους. Ξεριζωμένους από το χώρο κι από τις σχέσεις που εμπεδώνονται στο χώρο. Ξένους, 
παραδομένους στην ανάγκη, φτηνούς εργάτες και καταναλωτές. Να μη δένονται με τα πράγματα, 
να μην ξέρουν να τα διαβάσουν.
 Η μικροϊδιοκτησία, λένε, παροπλίζει τον κόσμο της δουλειάς, με δόλωμα ενα μικρό μερίδιο 
απ΄όσα έχει στερηθεί. Κι όμως, για τέτοια μικρά μερίδια δόθηκαν οι πιό μεγάλοι αγώνες. Για 
εκείνες τις <<οχτώ ώρες να κάνουμε ότι θέλουμε >>, για την καλοκαιρινή άδεια, για το σχολείο, το 
γιατρό, το πάρκο που δε θα πληρώνουμε. Τα <<ανέφικτα εμπορεύματα>>, όπως η κατοικία, έχουν 
να κάνουν με την ανάγκη για ρίζες, <<τη μεγαλύτερη και πιό απροσδιόριστη ανάγκη της 
ανθρώπινης ψυχής , για ενσώματη συμμετοχή σε κοινότητες που κρατούν ζωντανούς τους 
θησαυρούς του παρελθόντος και τα προεικάσματα του μέλλοντος>>.
 Τα σπίτια που τώρα μας βαραίνουν είναι αυτά που μας έδωσαν ρίζες και κοινωνικούς δεσμούς μέσα απο την αλληλεγγύη των γενεών. Είναι οι μαρτυρίες και το υλικό του πολιτισμού μας, μ΄όλη 
την ευφροσύνη και την οδύνη του. Μας έκαναν πολίτες, χωρίς να σβήσουν τα ίχνη που αφήσαμε 
στο δρόμο από χωριά που περιμένουν σε πόλεις που θυμούνται. Πόλεις και σπίτια με τις ρωγμές 
της καρδιάς μας και την ταπεινότητα της καταγωγής μας, στοιχειωμένα απο αγγίγματα, από 
αφηγήσεις και προμηνύματα, από ζωή που δεν κοστολογείται.
 Η οργή που νοιώθουμε για τη λεηλασία τους δεν είναι αυτή του ματαιωμένου μικροαστού, 
αλλά μιάς κοινωνίας που απειλείται από το ξερίζωμα, την απογύμνωση, τη λησμονιά. Θα πρέπει να 
φοβούνται. <<Δοκιμάστε να γκρεμίσετε ένα κτίριο, οι πέτρες και τα τούβλα δεν θ΄αντισταθούν, η 
μνήμη των ανθρώπων θ΄αντισταθεί που είναι πιο ισχυρή από τις πέτρες>>. 
 Τελικά, μήπως υπάρχει κάτι πιο βαθύ που μας πληγώνει;
 Μήπως ο ΕΝΦΙΑ δεν είναι ένας ακόμη άδικος φόρος που κλονίζει οικονομικά το ήδη 
ρημαγμένο ελληνικό νοικοκυριό; Μήπως δεν πλήττει μονάχα το εισόδημα, όπως διατείνονται όσοι 
αποσκοπούν στη δημιουρία ψευδών εντυπώσεων; Μήπως είναι ένας φόρος αίματος με βαθιά 
ιδεολογική και πολιτισμική διάσταση; Μήπως το δημοσιονομικό όφελος που παπαγαλίζουν 
εγχώριοι κι εξωχώριοι εμπνευστές είναι μόνο η κρούστα του φαινομένου, καθώς βαθιά, 
ανομολόγητη αλλά και ύπουλη επιδίωξή τους είναι να ξεριζωθεί η ταυτότητα, η μνήμη και η 
ιστορική συνέχεια των ανθρώπων; Εκείνων που επιμένουν ακόμη να ανακαλούν με συμπάθεια το 
παρελθόν και τις πηγές του;
 Το σπίτι, κληρονομημένο ή χτισμένο, το ξεχερσωμένο χωράφι, το λιοστάσι και το αμπέλι 
δεν αποτελούν ιδιοκτησίες με μονοδιάστατη σημασία που απλώς, αποφέρουν <<έσοδα>>,άρα 
πρέπει να φορολογηθούν. Δεν είναι οφειλέτες η πλειονότητα των κατόχων τους, ούτε 
δυσανασχετούν γιατί θέλουν να προστατέψουν μονάχα την τσέπη τους. Άνθρωποι συνεπείς στις 
υποχρεώσεις τους είναι οι πιο πολλοί, ζορισμένοι από την ανέχεια και τη στέρηση, που 
κληρονόμησαν ή έχτισαν με πόνο <<δοχεία ζωής>> για τις ανάγκες τους.
 Η <<κληρονομιά>> που πλήττεται με τον ΕΝΦΙΑ είναι η μνήμη και η ψυχή μας εντέλει. 
Και αυτή η ψυχή δεν περιορίζεται ούτε εξισώνεται με τα ντουβάρια. Αυτή την ψυχή θέλει να 
ξεριζώσει ο Φόρος Ακινήτων, να διαρρήξει την συνέχεια και την συνέπεια των ανθρώπων, 
μετατρέποντάς τους σε αμνήμονες πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο.
 Θα το καταφέρει άραγε; Ίδωμεν.
 Χ α ι ρ ε τ ί σ μ α τ α 

 ΜΠΑΜΠΑΔΗΜΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ 
 g.babadimas@hotmail.com